- φρέρης
- ο, Νρωμαιοκαθολικός εκπαιδευτικός και ιερωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. frere «αδελφός» (πρβλ. και φλάρης / φλάρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρέρης — ο πληθ. ηδες (λ. γαλλ.), καθολικός εκπαιδευτικός ιερωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)